- σιδηροφορία
- σιδηρο-φορία, ἡ, das Eisentragen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιδηροφορία — η, ΝΜ [σιδηροφόρος] (για πολεμιστή) 1. το να φέρει κανείς σιδερένια όπλα 2. συνεκδ. η οπλοφορία … Dictionary of Greek